«Θέατρο στην Εκπαίδευση: Μέθοδος ή Μάθημα;» στο Γκόβας, Ν. (επιμ.) 2002, Θέατρο στην Εκπαίδευση: Μορφή Τέχνης και Εργαλείο Μάθησης. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Η αντίληψη για το θέατρο στην εκπαίδευση ως μια αποκλειστική ενασχόληση με μια παράσταση είναι μια περιοριστική οπτική της δυνητικής σχέσης του θεάτρου με την εκπαίδευση. Το θέατρο και η εκπαίδευση είναι δυναμικοί θεσμοί και συνεπώς η σχέση που ενδέχεται να έχουν μεταξύ τους μόνο δυναμική μπορεί να είναι.
Είναι απλοϊκό να πιστεύουμε ότι, εάν το θέατρο και η εκπαίδευση ενωθούν, αυτό που θα πρέπει να προκύψει θα βασίζεται στην απλή συγκατοίκησή τους, διατηρώντας τους ίδιους προσανατολισμούς που είχαν πριν έρθουν σε αλληλεπίδραση. Αντιθέτως, το πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η τέχνη του θεάτρου, δηλαδή το σχολείο, θα έπρεπε να επηρεάζει ή και να καθορίζει τον προσανατολισμό της.
Αν θέλουμε να αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει το θέατρο στην εκπαίδευση για τους μαθητές σήμερα, χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι η συνάντηση τέχνης και σχολείου πρέπει να τοποθετηθεί σε άλλη βάση από αυτήν του μονόδρομου της παράστασης ή της θεατρολογικής και λογοτεχνικής προσέγγισης ενός κειμένου. Η οπτική μας πρέπει να μπολιαστεί από τις ανάγκες των παιδιών και των νέων που καλούμαστε να διδάξουμε σήμερα. Δηλαδή να εφαρμόσουμε μια διαδικασία που δεν έχει απαραίτητα ως σκοπό την παράσταση, αλλά τη διερεύνηση και τη βίωση ανθρώπινων καταστάσεων που μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές μας να κατανοήσουν τον εαυτό τους μέσα στον κόσμο στον οποίο ζουν – και αυτό συμπεριλαμβάνει και το αναλυτικό πρόγραμμα του σχολείου.
Όμως η απλή βίωση καταστάσεων και η πρόκληση των αισθήσεων δεν είναι αρκετές για να αποκαλυφθεί η εκπαιδευτική διάσταση της θεατρικής τέχνης. Πρέπει να υπάρχει και ο αναστοχασμός. Είναι η στιγμή που βλέπουμε με κριτική διάθεση αυτά που συμβαίνουν μέσα από το βίωμα που προσφέρει το δράμα.
Το εκπαιδευτικό δράμα, έτσι όπως έχει αναπτυχθεί στο εξωτερικό, και ιδιαίτερα στη Αγγλία τα τελευταία 50 χρόνια, έχει να προσφέρει πληθώρα προσεγγίσεων και στρατηγικών για να πετύχει τον κριτικό αναστοχασμό μέσα στη δραματική διαδικασία. Μία από αυτές τις προσεγγίσεις στηρίζεται στα πέντε επίπεδα νοήματος μιας πράξης. Κατά τη συγκεκριμένη προσέγγιση, κάθε πράξη στο δράμα μπορεί να εξεταστεί μέσα από πέντε επίπεδα του νοήματός της:
1. Τι κάνω;
2. Γιατί το κάνω;
3. Τι επενδύω με αυτή μου την πράξη;
4. Ποιο είναι το παράδειγμά μου προς μίμηση ή προς αποφυγήν;
5. Τι πιστεύω για τη ζωή;
Το άρθρο προτείνει ότι το δράμα ως διαδικασία διευκολύνει την αναζήτηση απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα που σχετίζονται με την πραγματική ζωή των συμμετεχόντων. Είτε το χρησιμοποιήσουμε ως διδακτική μέθοδο είτε ως αυτόνομο μάθημα, ο βασικός σκοπός του είναι να βοηθήσουμε τους νέους να αντιληφθούν κάτι παραπάνω για τον εαυτό τους και τον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν. Είναι θεμελιώδης πράξη εκπαίδευσης και θεάτρου.